- αμυλοειδής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έχει μορφή αμύλου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… … Dictionary of Greek
αμυλοείδωση — η Ιατρ. νόσος που χαρακτηρίζεται από εναπόθεση αμυλοειδούς στον συνδετικό ιστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < amyloidosis, νεολατιν. επιστημον. όρος < amyloid (πρβλ. αμυλοειδής) + νεολατιν. κατάλ. osis (πρβλ. ωση)] … Dictionary of Greek
ροδάμυλο — το, Ν αμυλοειδής ουσία στα κύτταρα τών φύλλων τών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + άμυλο] … Dictionary of Greek